- μύσσονται
- μύσσομαιblow the nosepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύσσομαι — (Α) φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< *μυκ jω) απ όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)meu k / *(s)meu g με αρχική σημ. «μαλακός», απ όπου… … Dictionary of Greek